- πολλαπλασιασμός
- πολλαπλᾰσι-ασμός, ὁ,A multiplication, Plu.2.388c, Gal.7.509, Procl. in Euc.p.151 F.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολλαπλασιασμός — multiplication masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμός — ὁ, ΝΜΑ [πολλαπλασιάζω] αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος νεοελλ. 1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις τής αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, τού πολλαπλασιαστέου και τού πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που… … Dictionary of Greek
πολλαπλασιασμός — ο 1. η πράξη του πολλαπλασιάζω, η αύξηση. 2. μία από τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγενής αναπαραγωγή ή αγενής πολλαπλασιασμός — Πολλαπλασιασμός ζώων και φυτών που, σε αντίθεση με την εγγενή αναπαραγωγή, γίνεται χωρίς γονιμοποίηση … Dictionary of Greek
πολλαπλασιασμοῖς — πολλαπλασιασμός multiplication masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμοί — πολλαπλασιασμός multiplication masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμοῦ — πολλαπλασιασμός multiplication masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμούς — πολλαπλασιασμός multiplication masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμῶν — πολλαπλασιασμός multiplication masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμῷ — πολλαπλασιασμός multiplication masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολλαπλασιασμόν — πολλαπλασιασμός multiplication masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)